πεντάμηνος

πεντάμηνος
-η, -ο / πεντάμηνος και πεντέμηνος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει διάρκεια ή ηλικία ίση με πέντε μήνες
2. αυτός που αποτελείται ή περιλαμβάνει πέντε μήνες («πεντάμηνοι περίοδοι», Πλούτ.)
3. αυτός που γεννήθηκε τον πέμπτο μήνα μετά τη σύλληψη
4. το ουδ. ως ουσ. το πεντάμηνο- χρονικό διάστημα πέντε μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* / πεντε- + -μηνος (< μην, μηνός), πρβλ. εξά-μηνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πεντάμηνος — five months old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάμηνον — πεντάμηνος five months old masc/fem acc sg πεντάμηνος five months old neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταμήνου — πεντάμηνος five months old masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταμήνους — πεντάμηνος five months old masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταμήνων — πεντάμηνος five months old masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταμήνῳ — πεντάμηνος five months old masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάμηνα — πεντάμηνος five months old neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντάμηνοι — πεντάμηνος five months old masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενταμηνιαίος — α, ο / πενταμηνιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ ο πεντάμηνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντάμηνος + ιαίος*] …   Dictionary of Greek

  • μήνας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο Αιγύπτιος (Αίγυπτος 266 – Κοτύαιο 296). Γεννήθηκε από γονείς ειδωλολάτρες. Αρχικά υπηρέτησε ως στρατιώτης στα Ρουτιλιακά Νούμερα της Φρυγίας, νωρίς όμως εγκατέλειψε τον στρατό και αποσύρθηκε σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”